
“Ορθογραφία και ορθοέπεια”
Λάθη στην εκφορά των σύνθετων ρημάτων στην προστακτική έγκλιση.
Εγκλίσεις ονομάζονται οι μορφές που παίρνει ένα ρήμα προκειμένου να δηλωθεί η στάση του ομιλητή απέναντι σε ό,τι σημαίνει το ρήμα. Με αυτές εκφράζονται συχνά διάφορες τροπικότητες, δηλαδή σημασιολογικές λειτουργίες που δείχνουν την υποκειμενική στάση του ομιλητή. Οι εγκλίσεις είναι δύο ειδών: οι προσωπικές και οι απρόσωπες. Οι προσωπικές εγκλίσεις έχουν ξεχωριστούς μορφολογικούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα του ρήματος και είναι η οριστική, η υποτακτική και η προστακτική.
Οι απρόσωπες εγκλίσεις είναι αυτές που δε διαθέτουν ξεχωριστούς μορφολογικούς τύπους για τα διάφορα πρόσωπα του ρήματος. Είναι το απαρέμφατο και η μετοχή.
– Το απαρέμφατο είναι άκλιτος τύπος του ρήματος και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό ορισμένων χρόνων στην ενεργητική και την παθητική φωνή, π.χ. έχω δέσει, είχε δεθεί.
– Η μετοχή αποτελεί μια ακόμα έγκλιση. Στην ενεργητική φωνή παρουσιάζει έναν άκλιτο τύπο σε-(ο) ώντας, π.χ. γράφοντας, τραγουδώντας. Στην παθητική φωνή παρουσιάζει κλιτούς τύπους και στα τρία γένη, π.χ. γραμμένος, -η, -ο.
Η προστακτική, όπως ακριβώς δηλώνει και η ονομασία της, έχει ως κύρια λειτουργία τη δήλωση προσταγής. Διαθέτει δε, ξεχωριστές ρηματικές καταλήξεις που τη διακρίνουν από τις άλλες εγκλίσεις. Σχηματίζει μάλιστα τύπους μόνο στο β΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού, αφού προσταγή είναι δυνατό να απευθύνει κανείς μόνο στον συνομιλητή του. Οι τύποι της προστακτικής τυπικά ανήκουν στον ενεστώτα και στον αόριστο (και πολύ σπάνια στον παρακείμενο):
– διάβαζε – διαβάζετε (ενεστώτας)
– διάβασε -διαβάστε (αόριστος)
– (έχε διαβασμένο – έχετε διαβασμένο) (παρακείμενος).
Εκτός όμως από τη δήλωση προσταγής, που είναι και η κύρια λειτουργία της, η προστακτική χρησιμοποιείται και για να εκφράσει παράκληση, προτροπή ή παραχώρηση, οπότε και το εκφώνημα περιέχει ανάλογο λεξιλόγιο ή και ο ομιλητής δίνει αντίστοιχο τόνο στη φωνή του. Για τη διατύπωση μάλιστα παράκλησης το εκφώνημα περιέχει συνήθως την έκφραση (σε / σας ) παρακαλώ ή αν θέλεις / θέλετε ή τα ποσοτικά επιρρήματα λίγο / λιγάκι, ενώ δε δέχεται ρηματική αύξηση:
– Δώσε μου, σε παρακαλώ, τον κόκκινο μαρκαδόρο.
-Πείτε μας, αν θέλετε, την άποψή σας για το θέμα.
-Γράψε μου λίγο τα στοιχεία αυτού του καλού παθολόγου.
-Κοίτα λιγάκι τι έπαθε το αυτοκίνητό μου.
Η ρηματική αύξηση.
Αύξηση ονομάζεται ένα μέρος του μορφολογικού τύπου του ρήματος, που μπαίνει πριν από το θέμα στον παρατατικό και στον αόριστο οριστικής και με το οποίο δηλώνεται ότι η πράξη που εκφράζει το ρήμα έγινε στο παρελθόν, π. χ. λέω → έλεγα, καταγράφω → κατέγραψα. Το μόρφημα της αύξησης μπορεί να πραγματώνεται με το ε ή, σπάνια, με το η, π.χ. έ-παιζα, ή-ξερα.
Η αύξηση διακρίνεται σε δύο είδη: σε εξωτερική και εσωτερική. Εξωτερική είναι η αύξηση που μπαίνει στην αρχή του ρηματικού τύπου, ενώ εσωτερική στο εσωτερικό του ρηματικού τύπου των σύνθετων ρημάτων και πάντα πριν από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. γράφω → έγραφα, ξέρω → ήξερα (εξωτερική), προβλέπω → προέβλεπα, συντάσσει → συνέτασσε (εσωτερική).
Πιο ειδικά, τα προθετικά προθήματα μετά από τα οποία μπορεί να εμφανιστεί αύξηση είτε συλλαβική είτε χρονική είναι τα : αμφι-, ανα-, αντι -, απο -, δια -, εισ- , εκ – (εξ πριν από φωνήεν), εν – (εμ – πριν από π, β, φ, ψ, μ· εγ – πριν από κ, γ, χ, ξ· ελ – πριν από λ) επι -, κατα -, μετα -, παρα- , περι -, προ -, προσ -, συν – (συμ – μετά από π, β, φ, μ· συγ – πριν από κ, γ, χ, ξ· συλ – πριν από λ· συρ – πριν από ρ· συ – πριν από σ), υπερ – υπό.
Το μόρφημα της αύξησης παραμένει, όταν τονίζεται, και χάνεται συνήθως, όταν δεν τονίζεται, π.χ. έλεγα, έλεγες, αλλά λέγαμε, προέβλεπες, αλλά προβλέπαμε. Αυτό προκύπτει από τη γενικότερη τάση των τύπων των παρελθοντικών χρόνων να τονίζονται στην προπαραλήγουσα. Έτσι, ο ρηματικός τύπος που προκύπτει από το θέμα και την κατάληξη, όταν είναι τρισύλλαβος, δε χρειάζεται αύξηση (π.χ. δώσαμε), ενώ, όταν είναι δισύλλαβος, τη χρειάζεται (π.χ. έδωσα). Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση (με το -ε) ενός δισύλλαβου ρήματος (λύ-νω, παί-ζω, τρέ-χω κ.τ. ό) σε τρισύλλαβο υπηρετεί ένα βασικό χαρακτηριστικό των παρελθοντικών χρόνων της ελληνικής γλώσσας, τον τονισμό τους στην τρίτη συλλαβή (προπαραλήγουσα). Όταν δεν υπάρχει στο ρήμα τρίτη συλλαβή, δημιουργείται με την προσθήκη του προθήματος -ε (αύξησης). Αυτός είναι ο ρόλος της αύξησης στο ρήμα της νέας ελληνικής, δηλαδή ρόλος υποστηρικτικός του τόνου, για να μην παραβιαστεί ο νόμος της τρισυλλαβίας.
Τα ρήματα που αρχίζουν από φωνήεν ή δίψηφο φωνήεν δεν παίρνουν αύξηση, αλλά διατηρούν το αρχικό φωνήεν ή δίψηφο, π.χ. ιδρύω → ίδρυσα, ευτυχώ → ευτύχησα. Εξαιρούνται τα ρήματα έχω (είχα), έρχομαι (ήρθα) και είμαι (ήμουν).
Επισήμανση
Σημειώνεται ότι η αύξηση ισχύει μόνο στην οριστική παρελθοντικών χρόνων (παρατατικό και αόριστο) και σε καμία άλλη έγκλιση. Συχνά ωστόσο χρησιμοποιούνται – από λάθος- κάτω από την επίδραση της οριστικής αορίστου, αυξημένοι τύποι β΄ενικού προστακτικής αορίστου σε σύνθετα ρήματα π.χ. επέλεξε αντί του γραμματικώς ορθού επίλεξε. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός πως οι τύποι της προστακτικής (κυρίως το β΄πρόσωπο) προφέρονται δύσκολα και είναι συχνά κακόηχοι. Για παράδειγμα, σου δίνω όλα τα στοιχεία κι εσύ επέλεξε (αντί του ορθού επίλεξε) τα πιο σημαντικά. Ωστόσο, αν δε μας βολεύει να χρησιμοποιούμε τον κανονικό τύπο της προστακτικής επίλεξε, μπορούμε να χρησιμοποιούμε άλλον τύπο, ισοδύναμο ή κάποια φράση: … να επιλέξεις τα πιο σημαντικά / μπορείς να επιλέξεις τα πιο σημαντικά / κάνε επιλογή των πιο σημαντικών. Ανακεφαλαιώνοντας αύξηση παίρνουν μόνο τα ρήματα στην οριστική παρελθοντικών χρόνων και μάλιστα εφόσον η αύξηση τονίζεται (π.χ. συνέγραψα, αλλά… συγγράψαμε). Επομένως στην προστακτική αορίστου ή συνοπτική προστακτική των σύνθετων ρημάτων, γραμματικώς ορθό είναι να γράφουμε και να λέμε:
– ανάβαλε και όχι ανέβαλε.
– ανάλαβε και όχι ανέλαβε.
– ανάλυσε και όχι ανέλυσε.
-ανάπνευσε και όχι ανέπνευσε.
– ανάπτυξε και όχι ανέπτυξε.
– ανάφερε και όχι ανέφερε.
– ανταπόδωσε και όχι ανταπέδωσε.
– αντίγραψε και όχι αντέγραψε.
– αντίδρασε και όχι αντέδρασε.
-αντικατάστησε και όχι αντικατέστησε.
– αντίκρουσε και όχι αντέκρουσε.
– αντιπαράβαλε και όχι αντιπαρέβαλε.
-απεύθυvε και όχι απηύθυνε.
– απόδειξε και όχι απέδειξε.
-απόκρoυσε και όχι απέκρουσε.
– απόρριψε και όχι απέρριψε.
-απόσπασε και όχι απέσπασε.
– απότρεψε και όχι απέτρεψε.
– διάλυσε και όχι διέλυσε.
– διάταξε και όχι διέταξε.
– επαvάλαβε και όχι επανέλαβε.
– επαvάφερε και όχι επανέφερε.
– επίβαλε και όχι επέβαλε.
– επίλεξε και όχι επέλεξε.
– επίμειvε και όχι επέμεινε.
-επίστρεψε και όχι επέστρεψε.
– επίτρεψε και όχι επέτρεψε.
– κατάβαλε και όχι κατέβαλε.
-κατάγραψε και όχι κατέγραψε.
-κατάληξε και όχι κατέληξε.
– μετάτρεψε και όχι μετέτρεψε.
– παράγγειλε και όχι παρήγγειλε.
-παράδωσε και όχι παρέδωσε.
– παράκαμψε και όχι παρέκαμψε.
– παράλαβε και όχι παρέλαβε.
– παράπεμψε και όχι παρέπεμψε.
-παράτεινε και όχι παρέτεινε.
-περίγραψε και όχι περιέγραψε.
-περισύλλεξε και όχι περισυνέλεξε επίσης να περισυλλέξεις και όχι να περισυνελέξεις.
– πρόσλαβε και όχι προσέλαβε.
– πρόσφερε και όχι προσέφερε.
– συμπερίλαβε και όχι συμπεριέλαβε.
υπόβαλε και όχι υπέβαλε.
-υπόγραψε και όχι υπέγραψε.
– υπόδειξε και όχι υπέδειξε.
Η προστακτική του β΄ προσώπου ενικού των σύνθετων ρημάτων στον γραπτό λόγο μετά τα εγκλιτικά μου, με, μας, σου, σε, σας, τον, της, τα, τες αποτυπώνεται με δύο τόνους. (βλ. Τονισμός και έγκλιση τόνου) π.χ.:
-Επίτρεψέ μου
-Αγόρασέ του
-Υπόδειξέ μας.
-Περίγραψέ τους.
—-
Από το δικτυακό τόπο στο Facebook: Σοφή Κουκουβάγια